ουρανο-

ουρανο-
(ΑΜ οὐρανο-)
α' συνθετικό λέξεων, που άναγεται στο ουσ. ουρανός και σημαίνει αυτόν που προέρχεται, που βρίσκεται ή που σχετίζεται με τον ουρανό και, μτφ., με το θείο.Σύνθ. με α' συνθετικό ουρανο-: ουρανοβάμων, ουρανοβάτης, ουρανογραφία, ουρανοδρόμος, ουρανοειδής, ουρανομήκης, ουρανοσκόπος, ουρανόχρους
αρχ.
ουρανοβλέπτης, ουρανογεώργητος, ουρανογνώμων, ουρανόδεικτος, ουρανοθεσία, ουρανοκάτοικος, ουρανοκευθμωνοδίαιτος, ουρανολέσχης, ουρανομέτρης, ουρανόμορφος, ουρανόνικος, ουρανόπαις, ουρανοπεμπής, ουρανοπετής, ουρανόπλαγκτος, ουρανόπνοος, ουρανοπόθητος, ουρανοποίησις, ουρανοποιία, ουρανοπορ(ε)ία, ουρανοπόρος, ουρανοπρεπής, ουρανόπτης, ουρανόροφος, ουρανουσία, ουρανούχος, ουρανόφθαστος, ουρανόφοιτος, ουρανοφόρος, ουρανοφυής
αρχ.-μσν.
ουρανοκλίμαξ, ουρανομίμητος, ουρανόπολις, ουρανοπολίτης, ουρανοπολώ, ουρανοφανής (II), ουρανοφάντωρ, ουρανοφοίτης
μσν.
ουρανοβαφής, ουρανόβρυτος, ουρανόγραπτος, ουρανόδροσος, ουρανοδύναμος, ουρανόκτητος, ουρανόπλοκος, ουρανοπολίτευτος, ουρανοπράτης, ουρανοτίμητος, ουρανοφάντης, ουρανοφεγγής, ουρανόφρων, ουρανοχάλκευτος
μσν.- νεοελλ.
ουρανόπεμπτος, ουρανόπλαστος
νεοελλ.
ουρανογνωσία, ουρανοθέμελα, ουρανοκατέβατος, ουρανολάτρες, ουρανόλιθος, ουρανολογία, ουρανομετρία, ουρανοξύστης, ουρανοπλοώ, ουρανόραμα, ουρανόσταλτος, ουρανοστάτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • ουράνιος — α, ο (ΑΜ ουράνιος, ία ον, θηλ. και ος) [ουρανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ουρανό ή αυτός που βρίσκεται στον ουρανό ή αυτός που προέρχεται από τον ουρανό (α. «ουράνια φαινόμενα» τα φαινόμενα τα οποία εξελίσσονται στον ουρανό β. «φυτὸν… …   Dictionary of Greek

  • αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • Αζτέκοι — Ιθαγενής λαός του Μεξικού, που από τον 14ο έως τον 16ο αι. επέβαλε την κυριαρχία του σε μεγάλο μέρος της Κεντρικής Αμερικής. Για την προέλευση και την αρχική ιστορία της φυλής αυτής έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμοι θρύλοι. Σύμφωνα με έναν από… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • άιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… …   Dictionary of Greek

  • αιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”